- συμβεβαιώ
- -όω, Α1. επιβεβαιώνω κι εγώ, μαζί με κάποιον άλλο, κάτι2. δίνω κι εγώ βεβαίωση μαζί με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβεβαιωτής — ὁ, Α [συμβεβαιῶ] αυτός που βεβαιώνει κάτι μαζί με άλλον, συνεγγυητής … Dictionary of Greek